- προελθοῦσα
- προελθοῦσα , προέρχομαιgo forwardaor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προελθούσας — προελθούσᾱς , προέρχομαι go forward aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic) προελθούσᾱς , προέρχομαι go forward aor part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προελθοῦσ' — προελθοῦσα , προέρχομαι go forward aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προελθοῦσι , προέρχομαι go forward aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προελθοῦσαι , προέρχομαι go forward aor part act fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφικτός — ή, ό (ΑΜ ἐφικτός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμος μσν. 1. (για το θείο) κατανοητός 2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττει αρχ. 1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» είναι δυνατό να... β) «καθ… … Dictionary of Greek
καθιππάζομαι — καθιππάζομαι, ιων. τ. κατιππάζομαι (Α) 1. διατρέχω μια χώρα έφιππος («ἡ δὲ ἵππος προελθοῡσα κατιππάσατο χώρην τὴν Μεγαρίδα», Ηρόδ.) 2. μτφ. καταπατώ, προσβάλλω («παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε», Αισχύλ.) 3. μτφ. καταστρέφω 4. ιππεύω, καβαλικεύω 5.… … Dictionary of Greek